- ἀναπαίω
- ἀναπαίω,A drive back, in [voice] Pass., Eust.587.18: metaph., ῥυθμοὶ ἔμμετροί τε καὶ ἀναπαίοντες, = ἀνάπαιστοι, Philostr.VS2.20.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναπαίω — ἀναπαίω (AM) μσν. αποκρούω, αντικρούω αρχ. (για στίχους) έχω συντεθεί σε αναπαιστικό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + παίω «κρούω, κτυπώ». ΠΑΡ. ανάπαιστος αρχ. ἀναπαιστρίς] … Dictionary of Greek
ἀναπαίοντας — ἀναπαίω drive back pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναπαίων — ἀναπαίω drive back pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαίσθη — ἀναπαίω drive back aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαίσθητον — ἀναπαίω drive back aor ind pass 2nd dual ἀνεπαίσθητος unperceived masc/fem acc sg ἀνεπαίσθητος unperceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμπαῖον — ἐκ , ἀνά παίω 2 strike pres part act masc voc sg (attic) ἐκ , ἀνά παίω 2 strike pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) ἐκ ἀναπαίω drive back pres part act masc voc sg ἐκ ἀναπαίω drive back pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Анапест — (от греч. сл. αναπαίω, т. е. обращенный или поставленный в обратном порядке дактиль, см. это слово) название трехсложного размера стиха, состоящего из двух кратких и одного долгого слога напр. мудреца, клевета … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ανάπαιστος — Μετρικός πόδας. Αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή στην αρχαία ελληνική ποίηση και από δύο άτονες και μία τονισμένη στη νεότερη. Το κύριο σχήμα του είναι το εξής: άρση θέση ’ Σε πολλές περιπτώσεις, τα αναπαιστικά μέτρα δέχονται… … Dictionary of Greek
αναπαιστρίς — ἀναπαιστρίς ( ίδος), η (Α) [ἀναπαίω] σφύρα σιδηρουργού … Dictionary of Greek